ηλεκτροστατική

ηλεκτροστατική
Κλάδος της ηλεκτρολογίας, που μελετά ηλεκτρικά φαινόμενα με φορτία σχετικά ακίνητα σε συνάρτηση με τον χρόνο. Βλ. λ. ηλεκτρισμός.
* * *
η
φυσ. βλ. ηλεκτροστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + statics (πρβλ. στατική)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροστατική — η κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ξηρογραφία — Φωτογραφική διεργασία που βασίζεται στην επίδραση του φωτός πάνω σε υλικό με «φωτοευαίσθητο» στρώμα από ημιαγωγό, όπου πριν από τη φωτογράφηση επιστρώνεται ηλεκτροστατική γόμωση. Στην έκθεση, η ηλεκτροστατική γόμωση μειώνεται ανάλογα με τη… …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροστατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους τής ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατική τομέας τού… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντε Γκράαφ, Ρόμπερτ Τζέμισον — (Robert Jemison Van de Graaff, Τασκαλούσα, Αλαμπάμα 1901 – Βοστόνη 1967). Αμερικανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και μετά στη Σορβόνη και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1928. Όταν γύρισε …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • επιδεκτικότητα — Μέτρο της ιδιότητας ενός υλικού (στερεού, υγρού ή αερίου) να πολώνεται όταν υφίσταται τη δράση ενός μαγνητικού πεδίου, δηλαδή να παρουσιάζει μαγνητικό χαρακτήρα στην επιφάνειά του. Στην ηλεκτροστατική, η ε. είναι η ιδιότητα των σωμάτων να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”